ιάλεμος

ιάλεμος
ἰάλεμος, ιων. τ. ἰήλεμος, ὁ (Α)
1. πένθιμο ή παραπονετικό τραγούδι, μορφή μοιρολογιού που τραγουδιόταν στα πένθη
2. ως επίθ. α) μελαγχολικός («ἰαλέμων γόων ἀοιδός», Ευρ.
β) ψυχρός και αντικοινωνικός)
3. (ως επιθ. και ως ουσ.) ανόητος, ηλίθιος («ἰάλεμοι ἰατροί», Γαλ.)
4. παροιμ. «ἰαλέμου ψυχρότερος» — για πρόσ. και πράγματα οχληρά και λυπηρά
5. τίτλος έργου τού Άμφιδος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ι-άλεμος (με παράλληλο σπανιότερο τ. ι-ήλεμος) < επιφώνημα ιή (από το οποίο προήλθε το ουσ. ιά «κραυγή») + -αλεμος που μαρτυρείται μόνο στο κο-άλεμος «ανόητος», υπό την επίδραση τού οποίου η λ. ιάλεμος έλαβε τη σημ. του ως επιθέτου. Η λ. ως ουσ. έχει τη σημ. «θρήνος, πένθιμο τραγούδι», αλλά χρησιμοποιείται πιθ. και ως επίθ. με τη σημ. «αξιοθρήνητος», απ' όπου, κατ' επέκταση, και η σημ. «ανόητος» (για γιατρούς ή ποιητές!)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Ἰάλεμος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰάλεμος — ἰά̱λεμος , ἰάλεμος lament masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ялем — (Ίαλεμος) сын Аполлона и Каллиопы, эпоним особого вида заплачек и жалобных песен, изобретение которых приписывалось ему. Песня Я. была выразительницей сильного горя и раздавалась лишь при особо тяжелых несчастьях; вообще этот вид скорбной лирики… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Ἰαλέμοις — Ἰάλεμος masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἰαλέμου — Ἰάλεμος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἰαλέμους — Ἰάλεμος masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἰαλέμων — Ἰάλεμος masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἰαλέμῳ — Ἰάλεμος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰηλέμοισιν — ἰάλεμος lament masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰηλέμων — ἰάλεμος lament masc gen pl (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”